Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Καραβάνι


Το καραβάνι φόρτωνε ολημερίς.
Πράματα ατελείωτα.
Και στην ξανασαιμιά της μέρας
τράβηξε κρυμμένο στη σκόνη,

στα ήσυχα νερά του ξεψυχισμένου ήλιου.


Η νύχτα αλάργα έσφιγγε με πόνο

τα πλατιά τα μέτωπα.

Οι φωνές μαραίνονταν
και τα παραμύθια σιωπούσαν

προσμένοντας βροχή μακρινή

να γυαλίσει λόγια απαλά

που όχι δίχως κόπο

τ' αγκάλισε φευγάτος άνεμος.


Σιωπή.

Τ' αυτιά κοχύλες που σουρρίζουν θάλασσα

κι ο νους ντύνει ξωτικά και στήνει λάμιες
στις ρόδες απ' τ' αμάξια:


"Κι αν είν' τούτα τα ξωτικά
να μας πάρουν μακριά
ας είναι ευλογημένα.

Τούτος ο τόπος δέθηκε σφιχτά με το σκοτάδι"

6 σχόλια:

  1. Χαίρομαι που σου άρεσε! Είναι από εκείνες τις "ανοιχτές" στιγμές που το μέσα μου βρήκε λέξεις να ντυθεί...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Α, πήρες φόρα...!
    Πού πήγαν τα δίστιχα;

    Μπράβο! Είναι όμορφο.
    Και δε σηκώνει και συμπλήρωση :)) Ειδικά με αυτό το φινάλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είναι υπέροχο, παραμυθένιο σαν τις εικόνες σου..
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Συνοδοιπόρε
    Φτου ξελευτερία και πήρα φόρα :))
    Η αλήθεια είναι βέβαια ότι και τα δίστιχα δεν είναι ορφανά... είχαν κι άλλη παρέα. Άκαρδη όμως εγώ, τα πήρα μόνα τους - άλλωστε δεν πειράζει, βρήκαν άλλη παρέα όμορφη και ενδιαφέρουσα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @Συνοδοιπόρε με την πρώτη ευκαιρία θα σου στείλω κάποια στο mail σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή